Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δούλεμα τα δουλέματα
      γενική του δουλέματος των δουλεμάτων
    αιτιατική το δούλεμα τα δουλέματα
     κλητική δούλεμα δουλέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δούλεμα < μεσαιωνική ελληνική δούλεμα < αρχαία ελληνική δούλευμα < δουλεύω + -μα < δοῦλος < μυκηναϊκή διάλεκτος 𐀈𐀁𐀫 (do-e-or) < χαναανικά *dōʾēlu (υπηρέτης, ακόλουθος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðu.le.ma/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δούλεμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του δουλεύω
     συνώνυμα: δουλειά, εργασία
  2. (μεταφορικά) (προφορικό) κοροϊδία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία