↓ πτώσεις
|
ενικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
ο
|
εξαρτησιογόνος
|
η
|
εξαρτησιογόνος & εξαρτησιογόνα
|
το
|
εξαρτησιογόνο
|
γενική
|
του
|
εξαρτησιογόνου
|
της
|
εξαρτησιογόνου & εξαρτησιογόνας
|
του
|
εξαρτησιογόνου
|
αιτιατική
|
τον
|
εξαρτησιογόνο
|
την
|
εξαρτησιογόνο & εξαρτησιογόνα
|
το
|
εξαρτησιογόνο
|
κλητική
|
|
εξαρτησιογόνε
|
|
εξαρτησιογόνε & εξαρτησιογόνα
|
|
εξαρτησιογόνο
|
↓ πτώσεις
|
πληθυντικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
οι
|
εξαρτησιογόνοι
|
οι
|
εξαρτησιογόνοι & εξαρτησιογόνες
|
τα
|
εξαρτησιογόνα
|
γενική
|
των
|
εξαρτησιογόνων
|
των
|
εξαρτησιογόνων
|
των
|
εξαρτησιογόνων
|
αιτιατική
|
τους
|
εξαρτησιογόνους
|
τις
|
εξαρτησιογόνους & εξαρτησιογόνες
|
τα
|
εξαρτησιογόνα
|
κλητική
|
|
εξαρτησιογόνοι
|
|
εξαρτησιογόνοι & εξαρτησιογόνες
|
|
εξαρτησιογόνα
|
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
|