addictive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | addictive |
συγκριτικός | more addictive |
υπερθετικός | most addictive |
Επίθετο
επεξεργασίαaddictive (en)
- εθιστικός, εξαρτησιογόνος
- ⮡ nicotine is an addictive substance - η νικοτίνη είναι εθιστική ουσία
- ≠ αντώνυμα: nonaddictive