εξανδραποδίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξανδραποδίζω < αρχαία ελληνική ἐξανδραποδίζω < ἐξ- + ἀνδραποδίζω < ἀνδράποδον < ἀνήρ + πούς
Ρήμα
επεξεργασίαεξανδραποδίζω
- υποδουλώνω ή πουλώ κάποιον για δούλο
- (μεταφορικά) μετατρέπω κάποιον σε υποχείριο, μειώνοντάς τον ηθικά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- εξανδραποδισμένος
- εξανδραποδισμός
- → δείτε τις λέξεις ανδράποδο, άνδρας και πόδι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξανδραποδίζω | εξανδραπόδιζα | θα εξανδραποδίζω | να εξανδραποδίζω | εξανδραποδίζοντας | |
β' ενικ. | εξανδραποδίζεις | εξανδραπόδιζες | θα εξανδραποδίζεις | να εξανδραποδίζεις | εξανδραπόδιζε | |
γ' ενικ. | εξανδραποδίζει | εξανδραπόδιζε | θα εξανδραποδίζει | να εξανδραποδίζει | ||
α' πληθ. | εξανδραποδίζουμε | εξανδραποδίζαμε | θα εξανδραποδίζουμε | να εξανδραποδίζουμε | ||
β' πληθ. | εξανδραποδίζετε | εξανδραποδίζατε | θα εξανδραποδίζετε | να εξανδραποδίζετε | εξανδραποδίζετε | |
γ' πληθ. | εξανδραποδίζουν(ε) | εξανδραπόδιζαν εξανδραποδίζαν(ε) |
θα εξανδραποδίζουν(ε) | να εξανδραποδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξανδραπόδισα | θα εξανδραποδίσω | να εξανδραποδίσω | εξανδραποδίσει | ||
β' ενικ. | εξανδραπόδισες | θα εξανδραποδίσεις | να εξανδραποδίσεις | εξανδραπόδισε | ||
γ' ενικ. | εξανδραπόδισε | θα εξανδραποδίσει | να εξανδραποδίσει | |||
α' πληθ. | εξανδραποδίσαμε | θα εξανδραποδίσουμε | να εξανδραποδίσουμε | |||
β' πληθ. | εξανδραποδίσατε | θα εξανδραποδίσετε | να εξανδραποδίσετε | εξανδραποδίστε | ||
γ' πληθ. | εξανδραπόδισαν εξανδραποδίσαν(ε) |
θα εξανδραποδίσουν(ε) | να εξανδραποδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξανδραποδίσει | είχα εξανδραποδίσει | θα έχω εξανδραποδίσει | να έχω εξανδραποδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξανδραποδίσει | είχες εξανδραποδίσει | θα έχεις εξανδραποδίσει | να έχεις εξανδραποδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξανδραποδίσει | είχε εξανδραποδίσει | θα έχει εξανδραποδίσει | να έχει εξανδραποδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξανδραποδίσει | είχαμε εξανδραποδίσει | θα έχουμε εξανδραποδίσει | να έχουμε εξανδραποδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξανδραποδίσει | είχατε εξανδραποδίσει | θα έχετε εξανδραποδίσει | να έχετε εξανδραποδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξανδραποδίσει | είχαν εξανδραποδίσει | θα έχουν εξανδραποδίσει | να έχουν εξανδραποδίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξανδραποδίζω
|