Δείτε επίσης: ἐξανδραποδίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξανδραποδίζω < αρχαία ελληνική ἐξανδραποδίζω < ἐξ- + ἀνδραποδίζω < ἀνδράποδον < ἀνήρ + πούς

εξανδραποδίζω

  1. υποδουλώνω ή πουλώ κάποιον για δούλο
  2. (μεταφορικά) μετατρέπω κάποιον σε υποχείριο, μειώνοντάς τον ηθικά

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία