εξανδραποδισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξανδραποδισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξανδραποδισμός < ἐξανδραποδίζω < ἐξ (εξ-) + ἀνδραποδίζω < ἀνδράποδον < ἀνήρ + -ποδον < πούς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksan.ðɾa.po.diˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξαν‐δρα‐πο‐δι‐σμός
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐αν‐δρα‐πο‐δι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξανδραποδισμός αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανδραποδισμός
- → και δείτε τη λέξη ανδράποδο
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξανδραποδισμός