πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθυπόταξη οι καθυποτάξεις
      γενική της καθυπόταξης* των καθυποτάξεων
    αιτιατική την καθυπόταξη τις καθυποτάξεις
     κλητική καθυπόταξη καθυποτάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθυποτάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καθυπόταξη θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

βλέπε: υποδούλωση
(όμως δύναται κάποιες μεταφράσεις να μεταφέρουν καλύτερα το ύφος)