Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθυπόταξις (μαρτυρείται από το 1888) [1] < (καθυποτάσσω), καθυποτακ- + -σις > -ξις [2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καθυπόταξις θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 503, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. καθυπόταξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας