Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     πληθυντικός  
επικοί τύποι
ονομαστική τὸ ἀνδράποδον τὰ ἀνδράποδ
      γενική τοῦ ἀνδραπόδου τῶν ἀνδραπόδων
      δοτική τῷ ἀνδραπόδ τοῖς ἀνδραπόδοις ἀνδραπόδεσσι
    αιτιατική τὸ ἀνδράποδον τὰ ἀνδράποδ
     κλητική ! ἀνδράποδον ἀνδράποδ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀνδραπόδω
γεν-δοτ τοῖν  ἀνδραπόδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀνδράποδον < ἀνήρ, ἀνδρ-ά- + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   πιθανότατα σε αντιδιαστολή προς το τετράποδον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀνδράποδον αρσενικό

  1. δούλος ο οποίος είχε αιχμαλωτιστεί
  2. δουλοπρεπής

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία