σκλάβωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκλάβωμα < σκλαβώ(νω) + -μα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈskla.vo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκλά‐βω‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκλάβωμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκλαβώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκλάβωμα
|