• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σκλάβωμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκλάβωμα τα σκλαβώματα
      γενική του σκλαβώματος των σκλαβωμάτων
    αιτιατική το σκλάβωμα τα σκλαβώματα
     κλητική σκλάβωμα σκλαβώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σκλάβωμα < σκλαβώ(νω) + -μα

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈskla.vo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός : σκλά‐βω‐μα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

σκλάβωμα ουδέτερο

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκλαβώνω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    σκλάβωμα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σκλάβωμα&oldid=5513471"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 15:43
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 15:43.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie