assujetti
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- assujetti < assujettir
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | assujetti | assujettis |
θηλυκό | assujettie | assujetties |
assujetti (fr)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | assujetti | assujettis |
θηλυκό | assujettie | assujetties |
assujetti (fr)
- που υποβάλλεται στην πληρωμή ενός τέλους, ενός φόρου