σταθεροποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σταθεροποιημένος: σταθεροποιούμαι
Μετοχή επεξεργασία
σταθεροποιημένος, -η, -ο
- που έχει σταθεροποιηθεί, που δεν παρουσιάζει μεταβολές
- σταθεροποιημένο τροφοδοτικό
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταθεροποιημένος
|