• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

assujettissant

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

assujettissant < assujettir

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό assujettissant assujettissants
θηλυκό assujettissante assujettissantes

assujettissant (fr)

  • απαιτητικός, που απαιτεί πολλή εργασία, που περιορίζει την ελευθερία κάποιου
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=assujettissant&oldid=4804290"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Αυγούστου 2020, στις 20:36
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Αυγούστου 2020, στις 20:36.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie