gratuit
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gratuit | gratuits |
θηλυκό | gratuite | gratuites |
Επίθετο
επεξεργασίαgratuit (fr)
- δωρεάν
- Pour deux achats, on reçoit un gratuit. - Για δύο είδη που αγοράζεις, το τρίτο είναι δωρεάν.
- αβάσιμος, αθεμελίωτος, αστήρικτος
- Son accusation était gratuite. - Η κατηγορία του ήταν αβάσιμη.
- παράλογος
- C'est un acte gratuit. - Πρόκειται για μια πράξη παράλογη.
Συγγενικά
επεξεργασία
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαgratuit (ro)