gratuité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
gratuité | gratuités |
gratuité (fr) θηλυκό
- το να προσφέρεται κάτι δωρεάν
- το να γίνεται κάτι άσκοπα ή χωρίς λόγο ή χωρίς αυτός που το κάνει να επωφελείται απ' αυτό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη gratuit