Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

gratuité < λατινική gratuitas

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
gratuité gratuités

gratuité (fr) θηλυκό

  1. το να προσφέρεται κάτι δωρεάν
     αντώνυμα: intérêt, cherté
  2. το να γίνεται κάτι άσκοπα ή χωρίς λόγο ή χωρίς αυτός που το κάνει να επωφελείται απ' αυτό
     αντώνυμα: intérêt, utilité

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη gratuit