Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /y.ti.li.te/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
utilité utilités

utilité (fr) θηλυκό

  1. η χρησιμότητα
  2. η ωφέλεια

Συγγενικά

επεξεργασία