Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
utilitariste
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
utilitariste
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
(
φιλοσοφία
) που αφορά ή τηρεί τη θεωρία του
ωφελιμισμού
Συγγενικά
επεξεργασία
utile
utilement
utilisable
utilisateur
-
utilisatrice
utilisation
utiliser
utilitaire
utilitarisme
utilitariste
utilité