↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ωφελιμισμός οι ωφελιμισμοί
      γενική του ωφελιμισμού των ωφελιμισμών
    αιτιατική τον ωφελιμισμό τους ωφελιμισμούς
     κλητική ωφελιμισμέ ωφελιμισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ωφελιμισμός < ωφελιμ(ιστής) + -ισμός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική utilitarianism[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.fe.li.miˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ω‐φε‐λι‐μι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ωφελιμισμός αρσενικό

  1. (φιλοσοφία) θεωρία που ταυτίζει το όφελος με το ηθικά καλό
  2. η στάση του ωφελιμιστή, η νοοτροπία πως ό,τι ωφελεί το άτομο ή την πλειονότητα των ανθρώπων είναι και ηθικό
     συνώνυμα: χρησιμοθηρία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ωφέλιμος και όφελος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία