ωφελιμοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαωφελιμοκρατία θηλυκό (δόκιμο στον ενικό)
- ωφελιμισμός, η κυριαρχία του ωφελιμισμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία ωφελιμοκρατία
→ δείτε τη λέξη ωφελιμισμός |
ωφελιμοκρατία θηλυκό (δόκιμο στον ενικό)
→ δείτε τη λέξη ωφελιμισμός |