Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ωφελιμιστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ωφελιμιστ
ής
οι
ωφελιμιστ
ές
γενική
του
ωφελιμιστ
ή
των
ωφελιμιστ
ών
αιτιατική
τον
ωφελιμιστ
ή
τους
ωφελιμιστ
ές
κλητική
ωφελιμιστ
ή
ωφελιμιστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ωφελιμιστής
<
ωφέλιμος
+
-ιστής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ωφελιμιστής
αρσενικό
(
θηλυκό
ωφελιμίστρια
)
οπαδός
του
ωφελιμισμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ωφελιμιστής
γαλλικά
:
utilitariste
(fr)