utilitaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
utilitaire | utilitaires |
utilitaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (φιλοσοφία) που αφορά ή τηρεί τη θεωρία του ωφελιμισμού
- χρήσιμος, επαγγελματικός
- Un véhicule utilitaire. - Επαγγελματικό όχημα.
- ιδιοτελής
- Calculs, préoccupations utilitaires. - Ιδιοτελείς υπολογισμοί, επιδιώξεις.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαutilitaire (fr) αρσενικό
- (πληροφορική) λογισμικό που χρησιμεύει στη διαχείριση του συστήματος
- Un utilitaire de gestion de fichiers. - Πρόγραμμα διαχείρισης αρχείων.