αθεμελίωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αθεμελίωτος < (ελληνιστική κοινή) ἀθεμελίωτος: ἀ- στερητικό + θεμελιόω, -ῶ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο
επεξεργασίααθεμελίωτος, -η, -ο και αθεμέλιωτος
- (για κτήρια) που δεν έχει θεμελιωθεί
- (μεταφορικά: για απόψεις, υποθέσεις κλπ) που δεν έχει λογικά θεμέλια
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αθεμελίωτος
|