Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αθεμελίωτος η αθεμελίωτη το αθεμελίωτο
      γενική του αθεμελίωτου της αθεμελίωτης του αθεμελίωτου
    αιτιατική τον αθεμελίωτο την αθεμελίωτη το αθεμελίωτο
     κλητική αθεμελίωτε αθεμελίωτη αθεμελίωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αθεμελίωτοι οι αθεμελίωτες τα αθεμελίωτα
      γενική των αθεμελίωτων των αθεμελίωτων των αθεμελίωτων
    αιτιατική τους αθεμελίωτους τις αθεμελίωτες τα αθεμελίωτα
     κλητική αθεμελίωτοι αθεμελίωτες αθεμελίωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αθεμελίωτος < (ελληνιστική κοινή) ἀθεμελίωτος: ἀ- στερητικό + θεμελιόω, -ῶ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αθεμελίωτος, -η, -ο και αθεμέλιωτος

  1. (για κτήρια) που δεν έχει θεμελιωθεί
  2. (μεταφορικά: για απόψεις, υποθέσεις κλπ) που δεν έχει λογικά θεμέλια
     συνώνυμα: αβάσιμος, αστήρικτος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία