θεμελιωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεμελιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θεμελιώνω
Μετοχή επεξεργασία
θεμελιωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη θεμελιώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεμελιωμένος
|
θεμελιωμένος, -η, -ο
|