↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιτεμένος η σιτεμένη το σιτεμένο
      γενική του σιτεμένου της σιτεμένης του σιτεμένου
    αιτιατική τον σιτεμένο τη σιτεμένη το σιτεμένο
     κλητική σιτεμένε σιτεμένη σιτεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιτεμένοι οι σιτεμένες τα σιτεμένα
      γενική των σιτεμένων των σιτεμένων των σιτεμένων
    αιτιατική τους σιτεμένους τις σιτεμένες τα σιτεμένα
     κλητική σιτεμένοι σιτεμένες σιτεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιτεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σιτεύω

σιτεμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία