Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σιτεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σιτεμέν
ος
η
σιτεμέν
η
το
σιτεμέν
ο
γενική
του
σιτεμέν
ου
της
σιτεμέν
ης
του
σιτεμέν
ου
αιτιατική
τον
σιτεμέν
ο
τη
σιτεμέν
η
το
σιτεμέν
ο
κλητική
σιτεμέν
ε
σιτεμέν
η
σιτεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σιτεμέν
οι
οι
σιτεμέν
ες
τα
σιτεμέν
α
γενική
των
σιτεμέν
ων
των
σιτεμέν
ων
των
σιτεμέν
ων
αιτιατική
τους
σιτεμέν
ους
τις
σιτεμέν
ες
τα
σιτεμέν
α
κλητική
σιτεμέν
οι
σιτεμέν
ες
σιτεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σιτεμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
σιτεύω
Μετοχή
επεξεργασία
σιτεμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
σιτεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σιτεμένος