Ετυμολογία

επεξεργασία
σιτεύω < αρχαία ελληνική σιτεύω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siˈte.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐τεύ‐ω

σιτεύω

  1. ταΐζω ένα οικόσιτο ζώο ή πτηνό, προκειμένου να παχύνει και να σφαχτεί
     συνώνυμα: εκτρέφω
  2. (για σφάγια) αποκτώ περισσότερη γεύση και τρυφερότητα, αφού μείνω για λίγη ώρα έξω από το ψυγείο, χωρίς να έχω μαγειρευτεί
  3. (μεταφορικά) ωριμάζω, μεγαλώνω ηλικιακά
  4. (μεταφορικά) πέφτω σε αχρηστία, με ξεχνούν

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. ως ρήμα μεταβατικό: παρέχω άφθονη τροφή στο ζώο προς πάχυνση· ως ρήμα αμετάβατο: (για κρέατα σφαγίων ή θηράματα) η παραμονή τους για κάποιο χρονικό διάστημα αμαγείρευτα για να γίνουν τρυφερότερα.