Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγριοσίταρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αγριοσίταρ
ο
τα
αγριοσίταρ
α
γενική
του
αγριοσίταρ
ου
των
αγριοσίταρ
ων
αιτιατική
το
αγριοσίταρ
ο
τα
αγριοσίταρ
α
κλητική
αγριοσίταρ
ο
αγριοσίταρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγριοσίταρο
<
άγριο
+
σιτάρι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγριοσίταρο
ουδέτερο
→
δείτε
τη λέξη
όλυρα