πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιτοβολώνας οι σιτοβολώνες
      γενική του σιτοβολώνα των σιτοβολώνων
    αιτιατική τον σιτοβολώνα τους σιτοβολώνες
     κλητική σιτοβολώνα σιτοβολώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.to.voˈlo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σιτοβολώνας

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιτοβολώνας αρσενικό

  1. σιταποθήκη
  2. ο τόπος που παράγει πολύ σιτάρι

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία