υποσιτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποσιτίζω < υποσιτισμένος (αναδρομικός σχηματισμός) (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική undernourished ή γαλλική sous-alimenté). Αναλύεται σε υπο- + σιτίζω
Ρήμα
επεξεργασίαυποσιτίζω (παθητική φωνή: υποσιτίζομαι)
- (λόγιο, μεταβατικό) χορηγώ σε κάποιον λιγότερη από την απαιτούμενη τροφή για τη σωστή διατροφή του
Συγγενικά
επεξεργασία- υποσίτιση
- υποσιτισμένος
- υποσιτισμός
- υποσιτιστικός
- → και δείτε τις λέξεις υπό και σιτίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποσιτίζω | υποσίτιζα | θα υποσιτίζω | να υποσιτίζω | υποσιτίζοντας | |
β' ενικ. | υποσιτίζεις | υποσίτιζες | θα υποσιτίζεις | να υποσιτίζεις | υποσίτιζε | |
γ' ενικ. | υποσιτίζει | υποσίτιζε | θα υποσιτίζει | να υποσιτίζει | ||
α' πληθ. | υποσιτίζουμε | υποσιτίζαμε | θα υποσιτίζουμε | να υποσιτίζουμε | ||
β' πληθ. | υποσιτίζετε | υποσιτίζατε | θα υποσιτίζετε | να υποσιτίζετε | υποσιτίζετε | |
γ' πληθ. | υποσιτίζουν(ε) | υποσίτιζαν υποσιτίζαν(ε) |
θα υποσιτίζουν(ε) | να υποσιτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποσίτισα | θα υποσιτίσω | να υποσιτίσω | υποσιτίσει | ||
β' ενικ. | υποσίτισες | θα υποσιτίσεις | να υποσιτίσεις | υποσίτισε | ||
γ' ενικ. | υποσίτισε | θα υποσιτίσει | να υποσιτίσει | |||
α' πληθ. | υποσιτίσαμε | θα υποσιτίσουμε | να υποσιτίσουμε | |||
β' πληθ. | υποσιτίσατε | θα υποσιτίσετε | να υποσιτίσετε | υποσιτίστε | ||
γ' πληθ. | υποσίτισαν υποσιτίσαν(ε) |
θα υποσιτίσουν(ε) | να υποσιτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υποσιτίσει | είχα υποσιτίσει | θα έχω υποσιτίσει | να έχω υποσιτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις υποσιτίσει | είχες υποσιτίσει | θα έχεις υποσιτίσει | να έχεις υποσιτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει υποσιτίσει | είχε υποσιτίσει | θα έχει υποσιτίσει | να έχει υποσιτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υποσιτίσει | είχαμε υποσιτίσει | θα έχουμε υποσιτίσει | να έχουμε υποσιτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε υποσιτίσει | είχατε υποσιτίσει | θα έχετε υποσιτίσει | να έχετε υποσιτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υποσιτίσει | είχαν υποσιτίσει | θα έχουν υποσιτίσει | να έχουν υποσιτίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποσιτίζω
Πηγές
επεξεργασία- υποσιτίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υποσιτίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)