Ετυμολογία

επεξεργασία
υποσιτίζω < υποσιτισμένος (αναδρομικός σχηματισμός) (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική undernourished ή γαλλική sous-alimenté). Αναλύεται σε υπο- + σιτίζω

υποσιτίζω (παθητική φωνή: υποσιτίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία