υποσιτίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαυποσιτίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος υποσιτίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποσιτίζομαι | υποσιτιζόμουν(α) | θα υποσιτίζομαι | να υποσιτίζομαι | ||
β' ενικ. | υποσιτίζεσαι | υποσιτιζόσουν(α) | θα υποσιτίζεσαι | να υποσιτίζεσαι | (υποσιτίζου) | |
γ' ενικ. | υποσιτίζεται | υποσιτιζόταν(ε) | θα υποσιτίζεται | να υποσιτίζεται | ||
α' πληθ. | υποσιτιζόμαστε | υποσιτιζόμαστε υποσιτιζόμασταν |
θα υποσιτιζόμαστε | να υποσιτιζόμαστε | ||
β' πληθ. | υποσιτίζεστε | υποσιτιζόσαστε υποσιτιζόσασταν |
θα υποσιτίζεστε | να υποσιτίζεστε | (υποσιτίζεστε) | |
γ' πληθ. | υποσιτίζονται | υποσιτίζονταν υποσιτιζόντουσαν |
θα υποσιτίζονται | να υποσιτίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποσιτίστηκα | θα υποσιτιστώ | να υποσιτιστώ | υποσιτιστεί | ||
β' ενικ. | υποσιτίστηκες | θα υποσιτιστείς | να υποσιτιστείς | υποσιτίσου | ||
γ' ενικ. | υποσιτίστηκε | θα υποσιτιστεί | να υποσιτιστεί | |||
α' πληθ. | υποσιτιστήκαμε | θα υποσιτιστούμε | να υποσιτιστούμε | |||
β' πληθ. | υποσιτιστήκατε | θα υποσιτιστείτε | να υποσιτιστείτε | υποσιτιστείτε | ||
γ' πληθ. | υποσιτίστηκαν υποσιτιστήκαν(ε) |
θα υποσιτιστούν(ε) | να υποσιτιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υποσιτιστεί | είχα υποσιτιστεί | θα έχω υποσιτιστεί | να έχω υποσιτιστεί | υποσιτισμένος | |
β' ενικ. | έχεις υποσιτιστεί | είχες υποσιτιστεί | θα έχεις υποσιτιστεί | να έχεις υποσιτιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει υποσιτιστεί | είχε υποσιτιστεί | θα έχει υποσιτιστεί | να έχει υποσιτιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υποσιτιστεί | είχαμε υποσιτιστεί | θα έχουμε υποσιτιστεί | να έχουμε υποσιτιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε υποσιτιστεί | είχατε υποσιτιστεί | θα έχετε υποσιτιστεί | να έχετε υποσιτιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υποσιτιστεί | είχαν υποσιτιστεί | θα έχουν υποσιτιστεί | να έχουν υποσιτιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποσιτίζομαι