υποσιτισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποσιτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υποσιτίζω
Μετοχή
επεξεργασίαυποσιτισμένος, -ή, -ο
- που έχει υποσιτιστεί, που έχει στερηθεί την τροφή σε ικανοποιητική ποσότητα και ποιότητα για μεγάλο χρονικό διάστημα