Δείτε επίσης: ὑπερσιτίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερσιτίζω < ελληνιστική κοινή ὑπερσῑτίζω < αρχαία ελληνική ὑπέρ + σῖτος

  Ρήμα επεξεργασία

υπερσιτίζω (παθητική φωνή: υπερσιτίζομαι)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία