υποσίτιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποσίτιση | οι | υποσιτίσεις |
γενική | της | υποσίτισης* | των | υποσιτίσεων |
αιτιατική | την | υποσίτιση | τις | υποσιτίσεις |
κλητική | υποσίτιση | υποσιτίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποσιτίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποσίτιση < υπό- + σίτιση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποσίτιση θηλυκό
- σίτιση με λιγότερη τροφή από όση είναι αναγκαία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποσίτιση