υποσιτίσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαυποσιτίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποσιτίζω
- θα υποσιτίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποσιτίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαυποσιτίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υποσίτιση