σιτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σιτίζω < αρχαία ελληνική σιτίζω < σῖτος + -ίζω
Ρήμα
επεξεργασίασιτίζω
- παρέχω τροφή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σιτίζω | σίτιζα | θα σιτίζω | να σιτίζω | σιτίζοντας | |
β' ενικ. | σιτίζεις | σίτιζες | θα σιτίζεις | να σιτίζεις | σίτιζε | |
γ' ενικ. | σιτίζει | σίτιζε | θα σιτίζει | να σιτίζει | ||
α' πληθ. | σιτίζουμε | σιτίζαμε | θα σιτίζουμε | να σιτίζουμε | ||
β' πληθ. | σιτίζετε | σιτίζατε | θα σιτίζετε | να σιτίζετε | σιτίζετε | |
γ' πληθ. | σιτίζουν(ε) | σίτιζαν σιτίζαν(ε) |
θα σιτίζουν(ε) | να σιτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σίτισα | θα σιτίσω | να σιτίσω | σιτίσει | ||
β' ενικ. | σίτισες | θα σιτίσεις | να σιτίσεις | σίτισε | ||
γ' ενικ. | σίτισε | θα σιτίσει | να σιτίσει | |||
α' πληθ. | σιτίσαμε | θα σιτίσουμε | να σιτίσουμε | |||
β' πληθ. | σιτίσατε | θα σιτίσετε | να σιτίσετε | σιτίστε | ||
γ' πληθ. | σίτισαν σιτίσαν(ε) |
θα σιτίσουν(ε) | να σιτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σιτίσει | είχα σιτίσει | θα έχω σιτίσει | να έχω σιτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σιτίσει | είχες σιτίσει | θα έχεις σιτίσει | να έχεις σιτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σιτίσει | είχε σιτίσει | θα έχει σιτίσει | να έχει σιτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σιτίσει | είχαμε σιτίσει | θα έχουμε σιτίσει | να έχουμε σιτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σιτίσει | είχατε σιτίσει | θα έχετε σιτίσει | να έχετε σιτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σιτίσει | είχαν σιτίσει | θα έχουν σιτίσει | να έχουν σιτίσει |
|