Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιτηρέσιο τα σιτηρέσια
      γενική του σιτηρεσίου
σιτηρέσιου
των σιτηρεσίων
    αιτιατική το σιτηρέσιο τα σιτηρέσια
     κλητική σιτηρέσιο σιτηρέσια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιτηρέσιο < (ελληνιστική κοινή) σιτηρέσιον < αρχαία ελληνική σιτηρέσιον (επίδομα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιτηρέσιο ουδέτερο

  1. η καθημερινή τροφή των στρατιωτών
  2. το ποσό που αντιστοιχεί στην ημερήσια διατροφή ενός στρατιώτη

  Μεταφράσεις επεξεργασία