Δείτε επίσης: σιτηρέσιον
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιτηρέσιο τα σιτηρέσια
      γενική του σιτηρεσίου
& σιτηρέσιου
των σιτηρεσίων
    αιτιατική το σιτηρέσιο τα σιτηρέσια
     κλητική σιτηρέσιο σιτηρέσια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιτηρέσιο ουδέτερο

  1. η καθημερινή τροφή των στρατιωτών
  2. το ποσό που αντιστοιχεί στην ημερήσια διατροφή ενός στρατιώτη

Μεταφράσεις

επεξεργασία