σιτηρέσιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σιτηρέσιον | τὰ | σιτηρέσιᾰ |
γενική | τοῦ | σιτηρεσίου | τῶν | σιτηρεσίων |
δοτική | τῷ | σιτηρεσίῳ | τοῖς | σιτηρεσίοις |
αιτιατική | τὸ | σιτηρέσιον | τὰ | σιτηρέσιᾰ |
κλητική ὦ! | σιτηρέσιον | σιτηρέσιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σιτηρεσίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σιτηρεσίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σιτηρέσιον < σιτηρός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: σιτηρέσιο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασιτηρέσιον, -ου ουδέτερο
- (για στρατιώτες) επίδομα σίτισης
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 6, 2.4
- ἀναστὰς δὲ Λύκων Ἀχαιὸς εἶπε· Θαυμάζω μέν, ὦ ἄνδρες, τῶν στρατηγῶν ὅτι οὐ πειρῶνται ἡμῖν ἐκπορίζειν σιτηρέσιον·
- σηκώθηκε ο Λύκωνας ο Αχαιός και είπε: «Απορώ, στρατιώτες, με τους στρατηγούς μας, που δεν φροντίζουν να μας προμηθέψουν μισθό για ν᾽ αγοράζουμε τρόφιμα.
- Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ἀναστὰς δὲ Λύκων Ἀχαιὸς εἶπε· Θαυμάζω μέν, ὦ ἄνδρες, τῶν στρατηγῶν ὅτι οὐ πειρῶνται ἡμῖν ἐκπορίζειν σιτηρέσιον·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου α′, 28
- στρατιώταις δὲ δισχιλίοις τοσαῦθ᾽ ἕτερα, ἵνα δέκα τοῦ μηνὸς ὁ στρατιώτης δραχμὰς σιτηρέσιον λαμβάνῃ,
- άλλα τόσα τάλαντα για τους δύο χιλιάδες στρατιώτες, για να παίρνει κάθε στρατιώτης δέκα δραχμές το μήνα ως έξοδα συσσιτίου·
- Μετάφραση (2002): Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Μ. Αραποπούλου, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- στρατιώταις δὲ δισχιλίοις τοσαῦθ᾽ ἕτερα, ἵνα δέκα τοῦ μηνὸς ὁ στρατιώτης δραχμὰς σιτηρέσιον λαμβάνῃ,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 6, 2.4
- προμήθειες, τρόφιμα
- (στη Ρώμη) (σιτηρέσιον ἔμμηνον) η μηνιαία χορήγηση σίτου στους πιο φτωχούς πολίτες
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Καίσαρ, 8.4 @scaife.perseus
- ἔπεισε τὴν σύγκλητον ἀπονεῖμαι σιτηρέσιον αὐτοῖς ἔμμηνον, ἐξ οὗ δαπάνης μὲν ἑπτακόσιαι πεντήκοντα μυριάδες ἐνιαύσιοι προσεγίνοντο τοῖς ἄλλοις ἀναλώμασι,
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Κάτων, 26.1 @scaife.perseus
- ὁ Κάτων φοβηθεὶς ἔπεισε τὴν βουλὴν ἀναλαβεῖν τὸν ἄπορον καὶ ἀνέμητον ὄχλον εἰς τὸ σιτηρέσιον, ἀναλώματος μὲν ὄντος ἐνιαυσίου χιλίων καὶ διακοσίων καὶ πεντήκοντα ταλάντων, περιφανῶς δὲ τῇ φιλανθρωπίᾳ ταύτῃ καὶ χάριτι τῆς ἀπειλῆς ἐκείνης διαλυθείσης.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Καίσαρ, 8.4 @scaife.perseus
- (γενικότερα) επίδομα, σύνταξη
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σιτηρέσιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σιτηρέσιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.