σιτηρός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιτηρός < σῖτος
Επίθετο επεξεργασία
σιτηρός, ά, όν
- από σιτάρι, σταρένιος
- τα σιτηρά γεύματα
- εδώδιμος
Ουσιαστικό επεξεργασία
η σιτηρά θηλυκό
- φόρος για τα σιτηρά
σιτηρός, ά, όν
η σιτηρά θηλυκό