Ετυμολογία

επεξεργασία
σιτηρός < σῖτος

σιτηρός, ά, όν

  1. από σιτάρι, σταρένιος
    τα σιτηρά γεύματα
  2. εδώδιμος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

η σιτηρά θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία