Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σίτησις < σῖτος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σίτησις θηλυκό (της σιτήσεως)

  1. η κατανάλωση φαγητού, η διατροφή,
  2. η διατροφή με δημόσια δαπάνη
    σίτησις' ἐν Πρυτανείῳ

Συγγενικά επεξεργασία