Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σιτοδεία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σιτοδεί
α
οι
σιτοδεί
ες
γενική
της
σιτοδεί
ας
των
σιτοδει
ών
αιτιατική
τη
σιτοδεί
α
τις
σιτοδεί
ες
κλητική
σιτοδεί
α
σιτοδεί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σιτοδεία
<
αρχαία ελληνική
σιτοδεία
<
σῖτος
+
δεία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
si.toˈði.a
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σιτοδεία
θηλυκό
(
λόγιο
) η
έλλειψη
σιταριού
ή γενικότερα
τροφής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σιτοδεία
αγγλικά
:
dearth
(en)
,
famine
(en)
γαλλικά
:
disette
(fr)