σιτοπαραγωγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σιτοπαραγωγός < σιτο- + -παραγωγός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.to.pa.ɾa.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐το‐πα‐ρα‐γω‐γός
Επίθετο
επεξεργασία
σιτοπαραγωγός, -ός/-ή, -ό [1]
- που παράγει σίτο ή (γενικότερα) σιτηρά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σιτοπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό
- που είναι σιτοπαραγωγός
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σιτοπαραγωγός
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ σιτοπαραγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας