Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιτοπαραγωγός < σιτο- + -παραγωγός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.to.pa.ɾa.ɣoˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐το‐πα‐ρα‐γω‐γός

  Επίθετο επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιτοπαραγωγός η σιτοπαραγωγός
σιτοπαραγωγή
το σιτοπαραγωγό
      γενική του σιτοπαραγωγού της σιτοπαραγωγού
σιτοπαραγωγής
του σιτοπαραγωγού
    αιτιατική τον σιτοπαραγωγό τη σιτοπαραγωγό
σιτοπαραγωγή
το σιτοπαραγωγό
     κλητική σιτοπαραγωγέ σιτοπαραγωγέ
σιτοπαραγωγή
σιτοπαραγωγό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιτοπαραγωγοί οι σιτοπαραγωγοί
σιτοπαραγωγές
τα σιτοπαραγωγά
      γενική των σιτοπαραγωγών των σιτοπαραγωγών των σιτοπαραγωγών
    αιτιατική τους σιτοπαραγωγούς τις σιτοπαραγωγούς
σιτοπαραγωγές
τα σιτοπαραγωγά
     κλητική σιτοπαραγωγοί σιτοπαραγωγοί
σιτοπαραγωγές
σιτοπαραγωγά
ομάδα '-ος -ος -ο & -η', Κατηγορία όπως «ενεργός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

σιτοπαραγωγός, -ός/-ή, -ό [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σιτοπαραγωγός οι σιτοπαραγωγοί
      γενική του/της σιτοπαραγωγού των σιτοπαραγωγών
    αιτιατική τον/τη σιτοπαραγωγό τους/τις σιτοπαραγωγούς
     κλητική σιτοπαραγωγέ σιτοπαραγωγοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

σιτοπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις σίτος, παράγω, παρά και άγω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία