σιτοπαραγωγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.to.pa.ɾa.ɣoˈʝi/
Ουσιαστικό
επεξεργασίασιτοπαραγωγή θηλυκό
- η παραγωγή σίτου ή (γενικότερα) σιτηρών
Συγγενικά
επεξεργασία- σιτοπαραγωγός
- σιτοπαραγωγικός
- → δείτε τις λέξεις σίτος, παράγω, παρά και άγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραγωγή σίτου
|
παραγωγή σιτηρών
|