Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -παραγωγή οι -παραγωγές
      γενική της -παραγωγής των -παραγωγών
    αιτιατική τη(ν) -παραγωγή τις -παραγωγές
     κλητική -παραγωγή -παραγωγές
ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-παραγωγή < παραγωγή[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾa.ɣoˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -πα‐ρα‐γω‐γή

  Επίθημα επεξεργασία

-παραγωγή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -παραγωγήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)