-παραγωγή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -παραγωγή | οι | -παραγωγές |
γενική | της | -παραγωγής | των | -παραγωγών |
αιτιατική | τη(ν) | -παραγωγή | τις | -παραγωγές |
κλητική | -παραγωγή | -παραγωγές | ||
ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.ɣoˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -πα‐ρα‐γω‐γή
Επίθημα επεξεργασία
-παραγωγή θηλυκό
- επίθημα ουσιαστικών με το οποίο δηλώνεται η εκτροφή, καλλιέργεια ή η με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παραγωγή του ουσιαστικού που προσδιορίζει
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
-παραγωγή
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ "-παραγωγή" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- -παραγωγή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)