συσσίτιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συσσίτιο < αρχαία ελληνική συσσίτιον < σύσσιτος (ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας) < σύν + σῖτος
Ουσιαστικό επεξεργασία
συσσίτιο ουδέτερο
- φαγητό που ετοιμάζεται σε μεγάλες ποσότητες και μοιράζεται σε άτομα που ζουν ομαδικά ή που ανήκουν στην ίδια κατηγορία.
Μεταφράσεις επεξεργασία
συσσίτιο
|