Ετυμολογία

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
συσσσῑτιο-
ονομαστική τὸ συσσίτιον τὰ συσσίτι
      γενική τοῦ συσσιτίου τῶν συσσιτίων
      δοτική τῷ συσσιτί τοῖς συσσιτίοις
    αιτιατική τὸ συσσίτιον τὰ συσσίτι
     κλητική ! συσσίτιον συσσίτι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συσσιτίω
γεν-δοτ τοῖν  συσσιτίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
συσσίτιον < σύσσιτ(ος) < σύσ- + σίτος + -ιον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: συσσίτιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συσσίτιον, -ου ουδέτερο κυρίως στον πληθυντικό συσσίτιτα

Συγγενικά

επεξεργασία