αντιπαρασιτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιπαρασιτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antiparasite + -ικός < anti- + parasite < αρχαία ελληνική παράσιτος, ουδέτερο του παράσιτος < παρά + σῖτος
Επίθετο
επεξεργασίααντιπαρασιτικός, -ή, -ό
- που καταπολεμά τα παράσιτα
Συγγενικά
επεξεργασία- αντιπαρασιτικό
- → δείτε τις λέξεις παράσιτο, παρά και σίτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιπαρασιτικός
|