ασιτία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ασιτία | οι | ασιτίες |
γενική | της | ασιτίας | των | ασιτιών |
αιτιατική | την | ασιτία | τις | ασιτίες |
κλητική | ασιτία | ασιτίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασιτία < αρχαία ελληνική ἀσιτία < ἀ- + σῖτος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασιτία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σίτος