Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιμοκτονία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
λιμοκτονί
α
οι
λιμοκτονί
ες
γενική
της
λιμοκτονί
ας
των
λιμοκτονι
ών
αιτιατική
τη
λιμοκτονί
α
τις
λιμοκτονί
ες
κλητική
λιμοκτονί
α
λιμοκτονί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λιμοκτονία
<
λιμός
+
-κτονία
(<
κτείνω
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λιμοκτονία
θηλυκό
το να
πεθαίνει
κάποιος από την
πείνα
· αναφέρεται σε άτομα ή σε πληθυσμούς
Συγγενικά
επεξεργασία
λιμοκτονώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιμοκτονία
αγγλικά
:
starvation
(en)
γαλλικά
:
famine
(fr)