Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σιτεμπόριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σιτεμπόρι
ο
τα
σιτεμπόρι
α
γενική
του
σιτεμπορί
ου
&
σιτεμπόρι
ου
των
σιτεμπορί
ων
αιτιατική
το
σιτεμπόρι
ο
τα
σιτεμπόρι
α
κλητική
σιτεμπόρι
ο
σιτεμπόρι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σιτεμπόριο
<
σίτ(ος)
+
-εμπόριο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σιτεμπόριο
ουδέτερο
το
εμπόριο
σιτηρών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σιτεμπόριο