σιτέμπορος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | σιτέμπορος | οι | σιτέμποροι |
γενική | του/της του |
σιτεμπόρου σιτέμπορου |
των | σιτεμπόρων |
αιτιατική | τον/τη | σιτέμπορο | τους/τις τους |
σιτεμπόρους σιτέμπορους |
κλητική | σιτέμπορε | σιτέμποροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιτέμπορος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιτέμπορος
|