↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενδοπαράσιτο τα ενδοπαράσιτα
      γενική του ενδοπαράσιτου
ενδοπαρασίτου
των ενδοπαράσιτων
ενδοπαρασίτων
    αιτιατική το ενδοπαράσιτο τα ενδοπαράσιτα
     κλητική ενδοπαράσιτο ενδοπαράσιτα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενδοπαράσιτο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική endoparasite < αρχαία ελληνική ἔνδον + παράσιτος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ενδοπαράσιτο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία