εξωπαράσιτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εξωπαράσιτο | τα | εξωπαράσιτα |
γενική | του | εξωπαράσιτου & εξωπαρασίτου |
των | εξωπαράσιτων & εξωπαρασίτων |
αιτιατική | το | εξωπαράσιτο | τα | εξωπαράσιτα |
κλητική | εξωπαράσιτο | εξωπαράσιτα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εξωπαράσιτο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική exoparasite < αρχαία ελληνική ἔξω + παράσιτος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξωπαράσιτο ουδέτερο
- (βιολογία) οργανισμός που παρασιτεί στο εξωτερικό / στην επιφάνεια άλλου οργανισμού
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξωπαράσιτο